FOLLOW YOUR DREAMS!

FOLLOW YOUR DREAMS!

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

Μετά την καταιγίδα...

Παράξενες μέρες. Παράξενος καιρός. Όλο για βροχή το πάει και όλο κρατιέται. Μόνο λίγες σταγόνες ρίχνει, έτσι για να ξεγελάσει τον ουρανό αλλά δεν ξεσπάει, να τον αφήσει να ηρεμήσει. Τα σύννεφα όλο και πυκνώνουν και κάνουν την θάλασσα να μοιάζει αγριεμένη, θυμωμένη με θεούς και ανθρώπους. Αυτές τις σκέψεις έκανε ο Κωστής καθώς ακουμπούσε στο πεζούλι της παραλίας. Πόσο ταίριαζε αυτό το αγριεμένο και συνάμα μελαγχολικό τοπίο με την διάθεση του. Γι αυτό άλλωστε του άρεσε να πηγαίνει σε αυτό το σημείο κάθε φορά που ο καιρός ήταν έτσι και κάθε φορά που η ψυχολογία του δεν ήταν στα πολύ καλά της. Έβγαλε ένα τσιγάρο απ’ το πακέτο του και σχεδόν με ευλάβεια το έβαλε στο στόμα του.
«Είναι καλή παρηγοριά αυτός ο διάβολος» σκέφτηκε. Πόσα βράδια δεν του ‘χε σταθεί σαν πιστός φίλος, πόσες φορές δεν ήταν το μόνο που του είχε απομείνει και πόσες ακόμα δεν τον άκουγε χωρίς να παραπονιέται ..; Όπως και τώρα, που ήταν οι δυο τους σε έναν διάλογο για έναν. Κοίταξε τον καπνό που ανέβαινε προς τον ουρανό και ένιωσε μια σταγόνα να δροσίζει το πρόσωπο του. «Επιτέλους, θα βρέξει» σκέφτηκε. Έκανε λάθος όμως. Δεν είχε σκοπό να βρέξει ακόμα. Έπαιζε και ο καιρός μαζί του, όπως και η ίδια του η ζωή. Έκατσε εκεί, καπνίζοντας το τσιγάρο του, κοιτάζοντας την φουρτουνιασμένη θάλασσα και άφησε τις σκέψεις να τον ταξιδέψουν λίγο πιο πέρα.

«Κωστή…!»
Ο Κωστής ξύπνησε απότομα από τις σκέψεις στις οποίες είχε βυθιστεί και άκουσε μια γλυκιά φωνή να τον καλεί. Από πού ερχόταν άραγε; Μήπως είχε αποκοιμηθεί και ονειρευόταν ότι τον φώναζε κάποια νεράιδα της θάλασσας;
«Πού χάθηκες, αγόρι μου; Όλη μέρα σε ψάχνω. Γιατί έχεις κλειστό το κινητό;Έπρεπε να καταλάβω απ’ την πρώτη στιγμή ότι θα είσαι εδώ. Πάντα αυτό κάνεις όταν έχεις τις μαύρες σου.»
«Ζωούλα, εσύ είσαι; Είπα και εγώ μήπως με καλούσε στον βυθό καμιά νεράιδα από αυτές που μας λέγανε οι παππούδες μας όταν ήμαστε μικρά. »
«Α, εσύ δεν είσαι καθόλου καλά. Τι έγινε;»
«Τίποτα. Τίποτα καινούριο δηλαδή. Να, σκέφτομαι τι ωραία που ήταν όταν ήμασταν παιδιά. Ε Ζωούλα..; Θυμάσαι πόσο ωραία περνούσαμε; Τα παιχνίδια που κάναμε, τις σκανδαλιές, τα γέλια μας…»
«Έτσι ήταν αλλά τι σε έπιασε τώρα;»
«Ζηλεύω την ανεμελιά μας τότε. Το μόνο που είχαμε στο μυαλό μας ήταν τα παιχνίδια και καμιά ζημιά που μπορεί να είχαμε κάνει. Πόσο νοσταλγώ αυτά τα χρόνια ρε Ζωή. Τα πιο όμορφα και αθώα χρόνια στη ζωή μας.»
«Τι έχεις Κωστή μου; Σαν περίεργα μου τα λες σήμερα. Μήπως έγινε τίποτα άλλο με τους δικούς σου;»
«Αποφάσισαν να πάρουν διαζύγιο. Καλύτερα έτσι.»
«Αλήθεια; Εσύ πως νιώθεις;»
«Το δέχομαι απλά. Δεν είμαι κανένα μωρό να χτυπιέμαι και να προσπαθώ να τους πείσω να μην το κάνουν. Είναι ενήλικοι και αυτοί θα αποφασίσουν το καλύτερο για τους ίδιους. Με πειράζει βέβαια αλλά θα το συνηθίσω αργά ή γρήγορα.»
«Και τότε γιατί είσαι τόσο μελαγχολικός βρε φιλαράκο αφού δεν σε πειράζει τόσο πολύ το διαζύγιο; Έχει συμβεί και τίποτα άλλο;»
«Χώρισα με την Ελένη.»
«Ε, μίλα επιτέλους. Με το τσιγκέλι θα στα βγάλω βρε Κωστή;»
« Δεν άντεχε, λέει, να με βλέπει άλλο έτσι μες στη μιζέρια. Την έπαιρνε και αυτήν από κάτω και δεν μπορούσε πια να ζει έτσι. Μ’ αγαπάει αλλά… Παντού και πάντα ένα ¨αλλά¨.»
«Μμμ… Ζόρικα τα πράγματα, λοιπόν. Δηλαδή τώρα αυτό είναι οριστικό;»
«Ναι. Έχει δίκιο. Δεν έχω δικαίωμα να την τραβάω στον πάτο μαζί μου. Νέα κοπέλα είναι. Θέλει να ζήσει τη ζωή της όμορφα, κι όχι να παρηγορεί εμένα κάθε μέρα.»
«Δεν συμφωνώ Κωστή. Δεν είσαι έτσι πάντα. Απλά σου πέσανε και εσένα τώρα όλα μαζεμένα. Αν σ’ αγαπούσε αληθινά θα έμενε πλάι σου να το παλέψετε μαζί και δεν θα το έβαζε στα πόδια. »
«Καλύτερα. Έτσι και αλλιώς δεν ταιριάζαμε με την Ελένη. Δεν έχουμε τις ίδιες ανησυχίες, δεν πορευόμαστε στην ίδια διαδρομή.»
«Τι εννοείς;»
«Ότι εκείνη δεν έχει να ανησυχεί για το μέλλον της. Της το έχει στρώσει με ροδοπέταλα ο πατερούλης της. Δεν την κατηγορώ που δεν μπόρεσε ποτέ να με καταλάβει. Έτσι την μεγάλωσαν, έτσι την έμαθαν να ζει. Όσο είχα δουλειά και ήμουν ξέγνοιαστος και βγαίναμε τις βόλτες μας, ήταν όλα μέλι- γάλα. Μόλις ήρθαν τα προβλήματα, λιποτάκτησε.»
«Σε πείραξε πολύ, έτσι;»
«Με πείραξε η στιγμή και ο τρόπος που επέλεξε να φύγει. Όταν βλέπεις έναν άνθρωπο στο χείλος του γκρεμού δεν του ρίχνεις μια κλωτσιά να πέσει. Και μάλιστα με ένα μήνυμα στο κινητό. Σεβάσου τουλάχιστον ό, τι έχεις ζήσει με κάποιον και πήγαινε πες του κατάματα «Σε χωρίζω φίλε. Δεν μου κάνεις.»»
«Άστο Κωστή μου. Μη βασανίζεσαι άλλο. Κάποιοι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν αδιάφορα. Περνάνε μα δεν αγγίζουν. Δεν ήταν αυτή για σένα. Εσύ με την ψυχή που έχεις αξίζεις στ’ αλήθεια μια νεράιδα. Και αργά ή γρήγορα θα την βρεις ή θα σε βρει».
«Έλα εδώ βρε χαζό να σου δώσω ένα φιλί.»
«Άσε με Κωστή. Έλα ξεκόλλα. Άσε τα σάλια και τις αηδίες… Θα κεράσεις κανα τσιγαράκι τώρα;»
«Πάρε γκρινιάρικο. Αν και πρέπει να το κόψεις.»
«Ναι, σίγουρα. Μια ευχαρίστηση έχουμε κι εμείς. Άμα την κόψουμε και αυτήν, χαθήκαμε.»
«Πες το ψέματα.»
Μια σιωπή ακολούθησε καθώς οι δυο νέοι πραγμάτωναν μια ιεροτελεστία την ώρα εκείνη. Από τη μία βυθίζονταν στις σκέψεις τους και από την άλλη άφηναν τον καπνό να τις πάρει μακριά τους. Κοιτούσαν τα νερά και ήθελαν να τα αγγίξουν, να πέσουν στην αγκαλιά της θάλασσας, να γίνουν ένα μαζί της. Έβλεπαν την μεγαλοσύνη της και ένιωθαν μικροί μπροστά της, πολύ μικροί και ανήμποροι. Δεν ήταν όμως.
«Πόσο θα ήθελα τώρα να κάνω μια βουτιά και να χαθώ στη θάλασσα», έσπασε τη σιωπή ο Κωστής.
«Τι είναι αυτά που λες παιδάκι μου; Με τρομάζεις ώρες- ώρες.»
«Δεν εννοώ αυτό ρε χαζούλικο. Αν δεν έκανε τόσο κρύο θα βουτούσα να κολυμπήσω για ώρες, να σκεφτώ βλέποντας μόνο την απεραντοσύνη της θάλασσας και να μην νοιάζομαι για τίποτα άλλο.»
«Έτσι ναι. Και εγώ αυτό θα το έκανα αλλά έτσι όπως το είπες φάνηκε σαν να θες να χαθείς… καταλαβαίνεις».
«Έλα ρε Ζωίτσα τώρα, με έχεις για τόσο δειλό; Λες να τα παρατούσα ποτέ έτσι εύκολα με τις πρώτες δυσκολίες;»
«Όχι φυσικά. Απλά έχουμε ακούσει τόσο πολλά στις μέρες μας για νέα παιδιά στην ηλικία μας που δεν αντέχουν τα προβλήματα και χάνονται…»
«Δυστυχώς. Είναι και κάποια άτομα που δεν βαστάνε οι πλάτες τους προβλήματα και βρίσκουν την εύκολη λύση. Σύνηθες φαινόμενο στην εποχή μας. Αλλά όχι και έτσι. Στη ζωή πρέπει να είσαι αγωνιστής. Δεν γίνεται να φεύγεις και να τα παρατάς όλα. Υπάρχουν και άλλοι που αφήνεις πίσω σου, τι θα απογίνουν αυτοί;» , είπε ο Κωστής και ένα παράπονο ανέβηκε στα μάτια του.
«Συγγνώμη Κωστή μου. Δεν έπρεπε να το πω αυτό.»
«Δεν πειράζει. Έχουν περάσει πια τόσα χρόνια.»
«Βλακεία έκανα. Το ξέρω. Δεν ήθελα να στο θυμίσω.»
«Είπα, δεν πειράζει. Έμαθα να ζω με την απουσία του και τα ερωτηματικά μου. Ήταν δειλός, δειλός…» είπε ο Κωστής καθώς δάκρυα άρχισαν να αυλακώνουν τα μάγουλα του. »Γιατί μου το έκανε αυτό; Γιατί έφυγε έτσι απ’ τη ζωή και δεν με άφησε να τον βοηθήσω; Ήμουν σαν αδερφός του. Λέγαμε τα πάντα μαζί και τα κάναμε πράξη. Γιατί..; Γιατί ρε Ζωή; Αυτό είναι που με τρώει.»
«Κωστάκη μου, ηρέμησε. Δεν ξέρεις ποτέ πόσα αντέχει η ψυχή του κάθε ανθρώπου. Ήταν φίλος και αδερφός για όλους μας. Πολλές φορές νιώθω κι εγώ την απουσία του στη ζωή μου ακόμα και τώρα που έχουν περάσει 9 χρόνια. Ήταν μόνο 17 χρονών.», είπε η Ζωή σκουπίζοντας τα μάτια της.
«Εκείνη την ημέρα δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Στιγμάτισε για πάντα τη ζωή μου. Αν ήταν και αυτός μαζί μας σήμερα ίσως να ήταν όλα αλλιώς. Δεν ξέρω.»
«Μου λείπει το χαμόγελο του. Αλήθεια, πήγες ποτέ να δεις τους δικούς του;»
«Όχι. Ούτε πρόκειται να πάω ποτέ. Τους μισώ. Αυτοί φταίνε Ζωή για ό,τι έκανε ο Μάριος.»
«Είναι σκληροί άνθρωποι και ο Μάριος ήταν ευαίσθητος. Ήταν ελεύθερο πνεύμα και εκείνοι θέλησαν να το φυλακίσουν. Κάνανε λάθη πολλά. Δεν πιστεύω όμως ότι ήθελαν ποτέ το κακό του παιδιού τους. Είναι άδικο να τους κατηγορείς. Σκέψου τον πόνο τους.»
«Άσε με ρε Ζωή. Ποτέ δεν του στάθηκαν σαν γονείς και αυτό πληρώνουν τώρα. Αγάπη ήθελε ο Μάριος. Ούτε λεφτά, ούτε ανέσεις, ούτε τίποτα. Μόνο αγάπη. Έτσι μικρός και αθώος έμπλεξε με τα κωλοναρκωτικά και νόμιζε ότι θα βρει εκεί όσα του έλειπαν, ότι θα έφτιαχνε επίγειους παραδείσους. Χανόταν σιγά-σιγά. Απομακρυνόταν. Κανείς δεν κατάλαβε γιατί. Κανείς μας δεν μπόρεσε να τον βοηθήσει και όταν το συνειδητοποιήσαμε ήταν πια αργά. Αργά για όλους. Τελικά όλοι φταίμε Ζωή. Όταν ένα παιδί πεθαίνει και ολόκληρη η κοινωνία σιωπά, αυτό είναι το μεγαλύτερο έγκλημα. Είμαστε όλοι συνένοχοι.»
«Και να ήταν μόνο ο Μάριος. Χιλιάδες νέοι καθημερινά πέφτουν στην παγίδα. Γιατί ρε γαμώτο έγινε έτσι αυτή η κοινωνία; Γιατί κατασπαράζει ένα- ένα τα παιδιά της;».
«Από την άλλη πάλι δεν μπορώ να καταλάβω πως κάποιοι άνθρωποι βρίσκουν τόση δύναμη ώστε να βάλουν ένα όπλο στο κεφάλι τους και να δώσουν τέλος αλλά δεν βρίσκουν την δύναμη να συνεχίσουν τη ζωή τους. Και εμείς δεν είμαστε σε καλύτερη μοίρα ρε Ζωή αλλά τουλάχιστον ξέρουμε να παλεύουμε. Ξέρουμε ότι η εύκολη λύση είναι η αυτοκτονία και τα ναρκωτικά. Ξέρουμε ότι αυτά έχουν την ίδια κατάληξη και επίσης ξέρουμε ότι όσα προβλήματα και να έχουμε θα βρούμε άλλους τρόπους να το παλέψουμε. Όχι έτσι. Όχι. Είναι δύσκολη η ζωή αλλά είναι ωραία.. »
«Σε χαίρομαι Κωστή μου όταν μιλάς έτσι. »
«Προσπαθώ να είμαι καλά Ζωούλα αλλά δεν είναι εύκολο. Πώς γίναμε έτσι, μου λες; Βλέπω τα όνειρα μου να γκρεμίζονται μπροστά στα μάτια μου και αντί να κάνω κάτι, παραμένω θεατής. Αυτό είναι που μου τη δίνει περισσότερο, ότι ενώ έχω κάνει τόσα πράγματα και έχω τις δυνατότητες να κάνω άλλα τόσα, δεν έχω ευκαιρίες πια. Φοβάμαι να κοιτάξω το μέλλον κατάματα γιατί δεν ξέρω τι θα δω και έτσι μένω άπραγος μπροστά στις εξελίξεις.»
«Άστα ρε Κωστή. Καταντήσαμε πρόσφυγες στην ίδια μας τη χώρα. Αγωνιζόμαστε τόσα χρόνια να σπουδάσουμε, να δουλεύουμε παράλληλα, να τα προλάβουμε όλα, να αποκτήσουμε χίλια δυο πτυχία και όλα αυτά, γιατί; Για να τα κρεμάμε στον τοίχο και να μετράμε ποιος έχει πιο πολλά. Αι στο καλό πια. Έτσι μου έρχεται να τα παρατήσω όλα και να φύγω στο εξωτερικό.»
«Αλήθεια το σκέφτεσαι να φύγεις;»
«Μου έχει περάσει απ’ το μυαλό αρκετές φορές αλλά δεν μπορώ μωρέ Κωστή. Δεν θέλω να φύγω απ’ την Ελλάδα, δεν μου αρέσει πουθενά αλλού. Βέβαια, αν δω ότι δεν υπάρχει άλλη λύση, αναγκαστικά θα φύγω. Καλά, στην Γερμανία θα φτιαχτεί μικρή Ελλάδα σε λίγο. Δεν έχει μείνει άνθρωπος πια. Οι περισσότεροι γνωστοί μου έχουν φύγει. Ειδικά οι νέοι αλλά και ολόκληρες οικογένειες. Σκέψου να έχεις φτάσει σε μια ηλικία, να έχεις δημιουργήσει οικογένεια, να έχεις φτιάξει το σπιτάκι σου, να έχεις τη δουλειά σου και ξαφνικά να τα χάνεις όλα. Είναι ειλικρινά οδυνηρό αυτό που συμβαίνει.»
«Τραγωδία είναι. Ζούμε τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, Ζωή, και δεν το έχουμε καταλάβει. Τι να πεις; Πώς την κατάντησαν έτσι την Ελλάδα μας..! Έχω πίστη όμως στο λαό μας. Δεν θα το βάλουμε κάτω εμείς. Αργά ή γρήγορα θα ξαναγεννηθούμε . Και δεν το λέω έτσι απλά, το πιστεύω βαθιά μέσα μου.»
«Και εγώ το πιστεύω Κωστή μου, αλλά δεν ξέρω αν θα ζήσουμε για να το δούμε.»
«Χα,χα, χαζούλα…»
«Δίκιο έχω. Εγώ είμαι ήδη δέκα μήνες χωρίς δουλειά, αναγκάστηκα να γυρίσω στους δικούς μου και να με ταΐζουν. Δεν ξέρω τι θα κάνω γαμώτο. Δεν αντέχω άλλο αυτήν την κατάσταση. Όλη μέρα στο σπίτι, να έχω τον πόνο μου που δεν βρίσκω δουλειά, να έχω και την γκρίνια των δικών μου.»
«Αχ μωρέ Ζωίτσα. Βλέπω την κατάντια μας και στεναχωριέμαι πολύ. Με άλλα όνειρα ξεκινήσαμε και τώρα ούτε αυτό δεν έχουμε δικαίωμα να κάνουμε. Μας στερούν ακόμα και τα όνειρα. Τα πάντα καταρρέουν μπροστά στα μάτια μας και άντε μετά να έχεις όρεξη για έρωτες, βόλτες και βλακείες. Αν δεν έχεις να φας, τον έρωτα θα σκεφτείς;»
«Είναι και αυτό μια κάποια λύση Κωστή μου. Ο πόνος ενώνει τους ανθρώπους. Τα προβλήματα μας φέρνουν κοντά. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να μοιραστεί αυτό που νιώθει με κάποιον που περνάει το ίδιο και μπορεί να τον καταλάβει. Όπως εμείς δηλαδή. Ας μας μείνει η αγάπη, να έχουμε τουλάχιστον να ταΐσουμε την ψυχή μας.»
«Σαν να έχεις δίκιο, μικρή μου. Νομίζω όμως πως πέρασε η ώρα αρκετά. Πρέπει να φύγουμε.»
«Ναι, ναι. Πάμε πριν ξεσπάσει η καταιγίδα» συμφώνησε η Ζωή και μαζί σηκώθηκαν να φύγουν.
Ο Κωστής την αγκάλιασε απ’ τους ώμους και ξεκίνησαν αφήνοντας πίσω το πανέμορφο τοπίο. Πριν φύγουν χαιρέτησαν με ένα τελευταίο βλέμμα τη θάλασσα που φύλαξε μέσα της όλα τα παράπονα τους και την ευχαρίστησαν σιωπηλά για την συντροφιά που τους έκανε όλη αυτήν την ώρα. Δεν πρόλαβαν όμως να προχωρήσουν αρκετά καθώς ο ουρανός σκοτείνιασε αμέσως και τα μαύρα σύννεφα άρχισαν να ρίχνουν τις χοντρές ψιχάλες πάνω τους.
«Τρέξε Κωστή. Θα γίνουμε μούσκεμα» φώναξε η κοπέλα.
«Επιτέλους!!!» έκανε ο Κωστής με θαυμασμό και σταμάτησε στη μέση του δρόμου απολαμβάνοντας τη βροχή που έπεφτε με ορμή πάνω του.
«Τι κάνεις εκεί παιδί μου; Τρελάθηκες; Πάμε να φύγουμε.»
«Έλα εδώ Ζωή. Μην προσπαθείς να κρυφτείς απ’ την μπόρα. Έχει ήδη ξεσπάσει. Απόλαυσε την. Άφησε την να ξεπλύνει το σώμα και την ψυχή σου, να καθαρίσει τις πληγές σου.»

Η Ζωή στάθηκε μια στιγμή, τον κοίταξε μέσα στα μάτια, τον αγκάλιασε και έτσι οι δυο νέοι έμειναν εκεί μέχρι να περάσει η μπόρα. Γονάτισαν στο έδαφος και άφησαν επιτέλους τα δάκρυα τους να τρέξουν, να ενωθούν και να γίνουν ένα με τη βροχή. Ξέσπασαν τον θυμό τους, τα παράπονα τους, τον πόνος τους και ο ουρανός ξεσπούσε και αυτός μαζί τους. Μετά την καταιγίδα θα συνέχιζαν κανονικά τη ζωή τους, αλλά έπρεπε πρώτα να την αντέξουν…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου